Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depravazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [depravatˈtsjone]

1 όργιο
2 λαγνεία
3 βόρβορος
4 φιληδονία
5 βακχεία
6 ελευθεριότητα
7 παραλυσία
8 ασέλγεια
9 ανηθικότητα
10 ακολασία
11 εξαχρείωση
12 διαφθορά
13 αποσύνθεση
14 διαστροφή
15 αποκτήνωση
16 εκφαυλισμός
17 σήψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depravato deprecabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)
depressionario (επίθ.)
depressione (θηλ.ουσ)
depressivo (επίθ.)
depresso (αρσ. επίθ και ουσ)
depressore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---