Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

complessàto (ουσ αρσ ) complòtto (ουσ αρσ )
complessàto (επίθ.) complùvio (ουσ αρσ )
complessióne (θηλ.ουσ) componènte (ουσ αρσ και θηλ.)
complessità (θηλ.ουσ) componènte (επίθ.)
complessivaménte (επίρ.) componìbile (αρσ. επίθ και ουσ)
complessìvo (επίθ.) componiménto (ουσ αρσ )
complèsso (ουσ αρσ ) compórre (ρ. μτβ.)
complèsso (επίθ.) comportamentìsmo (ουσ αρσ )
completaménte (επίρ.) comportamentìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
completaménto (ουσ αρσ ) comportamentìstico (επίθ.)
completàre (ρ. μτβ.) comportaménto (ουσ αρσ )
completézza (θηλ.ουσ) comportàre (ρ. μτβ.)
complèto (ουσ αρσ ) comportàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
complèto (επίθ.) compòrto (ουσ αρσ )
complicàre (ρ. μτβ.) compòsite (θηλ. ουσ πληθ.)
complicàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) compositìvo (επίθ.)
complicàto (επίθ.) compòsito (αρσ. επίθ και ουσ)
complicazióne (θηλ.ουσ) compositóio (ουσ αρσ )
còmplice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) compositóre (αρσ. επίθ και ουσ)
complicità (θηλ.ουσ) compositrìce (θηλ.ουσ)
complimentàre (ρ. μτβ.) composizióne (θηλ.ουσ)
complimentàrsi (ρ. μ. αμτβ.) compossèsso (ουσ αρσ )
compliménto (ουσ αρσ ) compossessóre (ουσ αρσ )
complimentóso (επίθ.) compósta (θηλ.ουσ)
complottàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) compostézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: