Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

compensarsi (ρ.μ. (αντων.)) compiegàre (ρ. μτβ.)
compensatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) cómpiere (ρ. μτβ.)
compensàto (αρσ. επίθ και ουσ) compiersi (ρ.μ. (αντων.))
compensatóre (αρσ. επίθ και ουσ) compièta (θηλ.ουσ)
compensazióne (θηλ.ουσ) compilàre (ρ. μτβ.)
compènso (ουσ αρσ ) compilatóre (ουσ αρσ )
cómpera (θηλ.ουσ) compilazióne (θηλ.ουσ)
comperàre (ρ. μτβ.) compiménto (ουσ αρσ )
competènte (ουσ αρσ και θηλ.) compìre (ρ. μτβ.)
competènte (επίθ.) compitaménte (επίρ.)
competènza (θηλ.ουσ) compitàre (ρ. μτβ.)
compètere (ρ.αμτβ.) compitazióne (θηλ.ουσ)
competitività (θηλ.ουσ) compitézza (θηλ.ουσ)
competitìvo (επίθ.) cómpito (ουσ αρσ )
competitóre (αρσ. επίθ και ουσ) compìto (επίθ.)
competizióne (θηλ.ουσ) compiutaménte (επίρ.)
compiacènte (επίθ.) compiutézza (θηλ.ουσ)
compiacènza (θηλ.ουσ) compiùto (επίθ.)
compiacére (ρ. μτβ. και αμετβ.) compleànno (ουσ αρσ )
compiacérsi (ρ. μ. αμτβ.) complementàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
compiaciménto (ουσ αρσ ) complementarità (θηλ.ουσ)
compiaciùto (επίθ.) compleménto (ουσ αρσ )
compiàngere (ρ. μτβ. και αμετβ.) complessàto (ουσ αρσ )
compiànto (ουσ αρσ ) complessàto (επίθ.)
compiànto (επίθ.) complessióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: