Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vicinióre, viciniòre (επίθ.) vietàre (ρ. μτβ.)
vicinità (θηλ.ουσ) vietàto (επίθ.)
vicìno (επίθ.) vietcòng, viètcong, viet–còng, vièt–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vicissitùdine (θηλ.ουσ) vietnamìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vìcolo (ουσ αρσ ) vietnamizzàre (ρ. μτβ.)
vìdeo (ουσ αρσ ) vietnamizzazióne (θηλ.ουσ)
videocassétta (θηλ.ουσ) vièto (αρσ. επίθ και ουσ)
videocitòfono (ουσ αρσ ) vigènte (επίθ.)
videofrequènza (θηλ.ουσ) vìgere (ρ.αμτβ.)
videogiòco (ουσ αρσ ) vigèsimo (επίθ.)
videonàstro (ουσ αρσ ) vigilànte (επίθ.)
videoregistratóre (ουσ αρσ ) vigilànza (θηλ.ουσ)
videoregistrazióne (θηλ.ουσ) vigilàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
videosegnàle (ουσ αρσ ) vigilàto (επίθ.)
videotèl (ουσ αρσ ) vigilatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
videotelèfono (ουσ αρσ ) vigilatrìce (θηλ.ουσ)
videoterminàle (ουσ αρσ ) vìgile (ουσ αρσ )
vidicón (ουσ αρσ ) vigìlia (θηλ.ουσ)
vidimàre (ρ. μτβ.) vigliaccaménte (επίρ.)
vidimazióne (θηλ.ουσ) vigliaccherìa (θηλ.ουσ)
Viénna (θηλ.ουσ) vigliàcco (ουσ αρσ )
viennése (ουσ αρσ και θηλ.) vigliàcco (επίθ.)
viennése (επίθ.) vìgna (θηλ.ουσ)
viepiù (επίρ.) vignaiòlo (ουσ αρσ )
vietàbile (επίθ.) vignéto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: