Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìgna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈviɲɲa]

1 αμπέλι
2 αμπελώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigliacco vignaiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vigilia (θηλ.ουσ)
vigliaccamente (επίρ.)
vigliaccheria (θηλ.ουσ)
vigliacco (ουσ αρσ )
vigliacco (επίθ.)
vigna (θηλ.ουσ)
vignaiolo (ουσ αρσ )
vigneto (ουσ αρσ )
vignetta (θηλ.ουσ)
vignettatura (θηλ.ουσ)
vignettista (ουσ αρσ και θηλ.)
vigogna (θηλ.ουσ)
vigore (ουσ αρσ )
vigoreggiare (ρ.αμτβ.)
vigoria (θηλ.ουσ)
vigorosamente (επίρ.)
vigorosità (θηλ.ουσ)
vigoroso (επίθ.)
vile (ουσ αρσ )
vile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---