Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvigóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈgore] το σθένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαentrare in vigore = μπαίνω σε ισχύ || essere in vigore = ισχύω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |