Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vigóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈgore]

το σθένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigogna vigoreggiare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


entrare in vigore = μπαίνω σε ισχύ || essere in vigore = ισχύω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vigneto (ουσ αρσ )
vignetta (θηλ.ουσ)
vignettatura (θηλ.ουσ)
vignettista (ουσ αρσ και θηλ.)
vigogna (θηλ.ουσ)
vigore (ουσ αρσ )
vigoreggiare (ρ.αμτβ.)
vigoria (θηλ.ουσ)
vigorosamente (επίρ.)
vigorosità (θηλ.ουσ)
vigoroso (επίθ.)
vile (ουσ αρσ )
vile (επίθ.)
vilipendere (ρ. μτβ.)
vilipendio (ουσ αρσ )
vilipeso (επίθ.)
villa (θηλ.ουσ)
villaggio (ουσ αρσ )
villanaccio (ουσ αρσ )
villanata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---