Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vilipèndio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viliˈpɛndjo]

1 σπίλωση
2 χλευασμός
3 ατιμασμός
4 λασπολογία
5 κηλίδωση
6 περιφρόνηση
7 απέχθεια
8 καταφρόνηση
9 αποστροφή και αηδία
10 περίγελος
11 καταφρόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vilipendere vilipeso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vigorosità (θηλ.ουσ)
vigoroso (επίθ.)
vile (ουσ αρσ )
vile (επίθ.)
vilipendere (ρ. μτβ.)
vilipendio (ουσ αρσ )
vilipeso (επίθ.)
villa (θηλ.ουσ)
villaggio (ουσ αρσ )
villanaccio (ουσ αρσ )
villanata (θηλ.ουσ)
villanella (θηλ.ουσ)
villanescamente (επίρ.)
villanesco (επίθ.)
villania (θηλ.ουσ)
villano (ουσ αρσ )
villano (επίθ.)
villanzone (ουσ αρσ )
villeggiante (ουσ αρσ )
villeggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---