Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


villanésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [villaˈnesko]

1 βλάχικος
2 βλάχος
3 μπαστουνόβλαχος
4 χοντροκομμένος
5 μπουρτζόβλαχος
6 αγροίκος
7 αγενής
8 άξεστος
9 ανάγωγος
10 σκαιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  villanescamente villania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

villaggio (ουσ αρσ )
villanaccio (ουσ αρσ )
villanata (θηλ.ουσ)
villanella (θηλ.ουσ)
villanescamente (επίρ.)
villanesco (επίθ.)
villania (θηλ.ουσ)
villano (ουσ αρσ )
villano (επίθ.)
villanzone (ουσ αρσ )
villeggiante (ουσ αρσ )
villeggiare (ρ.αμτβ.)
villeggiatura (θηλ.ουσ)
villereccio (επίθ.)
villetta (θηλ.ουσ)
villico (αρσ. επίθ και ουσ)
villo (ουσ αρσ )
villosità (θηλ.ουσ)
villoso (επίθ.)
villotta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---