Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvillo]

λάχνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  villico villosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

villeggiare (ρ.αμτβ.)
villeggiatura (θηλ.ουσ)
villereccio (επίθ.)
villetta (θηλ.ουσ)
villico (αρσ. επίθ και ουσ)
villo (ουσ αρσ )
villosità (θηλ.ουσ)
villoso (επίθ.)
villotta (θηλ.ουσ)
vilmente (επίρ.)
viltà (θηλ.ουσ)
vilucchio (ουσ αρσ )
viluppo (ουσ αρσ )
vimine (ουσ αρσ )
vimineo (επίθ.)
vinaccia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vinacciolo (ουσ αρσ )
vinaio (ουσ αρσ )
vinario (επίθ.)
vinattiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---