Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvillóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vilˈloso], [vilˈlozo] 1 λαχνώδης (ζώο ή φυτό) 2 μαλλιαρός 3 δασύτριχος 4 τριχωτός (ζώο ή φυτό) 5 με μαλακές μακρές τρίχες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |