Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vincàstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vinˈkastro]

1 γκλίτσα
2 μαγκούρα
3 στραβολέκα
4 ξύλο από λυγαριά
5 αγκλίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vinavil vincente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vinacciolo (ουσ αρσ )
vinaio (ουσ αρσ )
vinario (επίθ.)
vinattiere (ουσ αρσ )
vinavil (ουσ αρσ )
vincastro (ουσ αρσ )
vincente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Vincenzo (κύρ.όν. αρσ.)
vincere (ρ. μτβ.)
vincersi (ρ.μ. (αντων.))
vincheto (ουσ αρσ )
vincibile (επίθ.)
vinciglio (ουσ αρσ )
vincita (θηλ.ουσ)
vincitore (ουσ αρσ )
vincitore (επίθ.)
vinco (ουσ αρσ )
vincolante (επίθ.)
vincolare (επίθ.)
vincolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---