Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vincìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vinˈʧibile]

1 ικανός να ξεπεραστεί
2 που μπορεί να νικηθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vincheto vinciglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vincente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Vincenzo (κύρ.όν. αρσ.)
vincere (ρ. μτβ.)
vincersi (ρ.μ. (αντων.))
vincheto (ουσ αρσ )
vincibile (επίθ.)
vinciglio (ουσ αρσ )
vincita (θηλ.ουσ)
vincitore (ουσ αρσ )
vincitore (επίθ.)
vinco (ουσ αρσ )
vincolante (επίθ.)
vincolare (επίθ.)
vincolare (ρ. μτβ.)
vincolativo (επίθ.)
vincolato (επίθ.)
vincolistico (επίθ.)
vincolo (ουσ αρσ )
vindice (ουσ αρσ )
vindice (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---