Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìncolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvinkolo] 1 δεσμός 2 περιορισμός 3 εξαναγκασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |