Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvino]

το κρασί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vinilpelle vinosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un bicchiere [αρσ.] di vino = ένα ποτήρι κρασί || vino [αρσ.] non resinato = το αρετσίνωτο κρασί || vino [αρσ.] resinato = η ρετσίνα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vinificazione (θηλ.ουσ)
vinile (ουσ αρσ )
vinilico (επίθ.)
vinilpelle (θηλ.ουσ)
vino (ουσ αρσ )
vinosità (θηλ.ουσ)
vinoso (επίθ.)
vinsanto (ουσ αρσ )
vinto (ουσ αρσ )
vinto (επίθ.)
viola (ουσ αρσ )
viola (θηλ.ουσ)
viola (επίθ.)
violabile (επίθ.)
violacciocca (θηλ.ουσ)
violaceo (ουσ αρσ )
violaceo (επίθ.)
violare (ρ. μτβ.)
violatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---