Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


violàceo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vjoˈlaʧeo]

πορφύρα

violàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vjoˈlaʧeo]

1 ερυθροκύανος
2 πορφυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  violacciocca violare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viola (ουσ αρσ )
viola (θηλ.ουσ)
viola (επίθ.)
violabile (επίθ.)
violacciocca (θηλ.ουσ)
violaceo (ουσ αρσ )
violaceo (επίθ.)
violare (ρ. μτβ.)
violatore (ουσ αρσ )
violazione (θηλ.ουσ)
violentamento (ουσ αρσ )
violentare (ρ. μτβ.)
violentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
violentemente (επίρ.)
violento (ουσ αρσ )
violento (επίθ.)
violenza (θηλ.ουσ)
violetta (θηλ.ουσ)
violetto (επίθ.)
violinaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---