Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviolènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vjoˈlɛnto] βίαιος άνθρωπος violènto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vjoˈlɛnto] βίαιος (-α, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtempesta [θηλ.] violenta = η άγρια καταιγίδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |