Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


violènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vjoˈlɛntsa]

η βία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  violento violetta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


violenza [θηλ.] carnale = ο βιασμός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

violentare (ρ. μτβ.)
violentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
violentemente (επίρ.)
violento (ουσ αρσ )
violento (επίθ.)
violenza (θηλ.ουσ)
violetta (θηλ.ουσ)
violetto (επίθ.)
violinaio (ουσ αρσ )
violinista (ουσ αρσ και θηλ.)
violinistico (επίθ.)
violino (ουσ αρσ )
violista (ουσ αρσ και θηλ.)
violoncellista (ουσ αρσ και θηλ.)
violoncello (ουσ αρσ )
viottola (θηλ.ουσ)
viottolo (ουσ αρσ )
vipera (θηλ.ουσ)
viperaio (ουσ αρσ )
viperidi (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---