ItalianoGreco


violatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vjolaˈtore]

1 διασπαστής
2 πρόσωπο που αθετεί υπόσχεση
3 βιαστής
4 δράστης
5 παραβάτης
6 βεβηλωτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---