Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vinsànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,vinˈsanto]

κρασί εκλεκτό της Τοσκάνης (για επιδόρπιο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vinoso vinto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vinilico (επίθ.)
vinilpelle (θηλ.ουσ)
vino (ουσ αρσ )
vinosità (θηλ.ουσ)
vinoso (επίθ.)
vinsanto (ουσ αρσ )
vinto (ουσ αρσ )
vinto (επίθ.)
viola (ουσ αρσ )
viola (θηλ.ουσ)
viola (επίθ.)
violabile (επίθ.)
violacciocca (θηλ.ουσ)
violaceo (ουσ αρσ )
violaceo (επίθ.)
violare (ρ. μτβ.)
violatore (ουσ αρσ )
violazione (θηλ.ουσ)
violentamento (ουσ αρσ )
violentare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---