ItalianoGreco


vinsànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,vinˈsanto]

κρασί εκλεκτό της Τοσκάνης (για επιδόρπιο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---