Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvinóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [viˈnoso], [viˈnozo] 1 οινικός 2 επιρρεπής στον οίνο 3 οφειλόμενος στον οίνο 4 οινώδης 5 κρασάτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |