Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìnto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto] αποτυχημένος άνθρωπος vìnto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto] 1 αποτυχημένος 2 κατάκοπος 3 ηττημένος 4 νικημένος 5 χαμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |