vìnto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto]
αποτυχημένος άνθρωπος
vìnto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto]
1 αποτυχημένος
2 κατάκοπος
3 ηττημένος
4 νικημένος
5 χαμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto]
αποτυχημένος άνθρωπος
vìnto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈvinto]
1 αποτυχημένος
2 κατάκοπος
3 ηττημένος
4 νικημένος
5 χαμένος
permalink
vinto (ουσ αρσ )
vinto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android