Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vincolatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vinkolaˈtivo]

δεσμευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vincolare vincolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vincitore (επίθ.)
vinco (ουσ αρσ )
vincolante (επίθ.)
vincolare (επίθ.)
vincolare (ρ. μτβ.)
vincolativo (επίθ.)
vincolato (επίθ.)
vincolistico (επίθ.)
vincolo (ουσ αρσ )
vindice (ουσ αρσ )
vindice (επίθ.)
vinello (ουσ αρσ )
vinicolo (επίθ.)
vinifero (επίθ.)
vinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vinificazione (θηλ.ουσ)
vinile (ουσ αρσ )
vinilico (επίθ.)
vinilpelle (θηλ.ουσ)
vino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---