Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vincolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vinkoˈlare]

περιοριστικός

vincolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vinkoˈlare]

1 καθηλώνω
2 αναγκάζω
3 παρεμποδίζω
4 περιορίζω
5 υποχρεώνω
6 δεσμεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vincolante vincolativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vincita (θηλ.ουσ)
vincitore (ουσ αρσ )
vincitore (επίθ.)
vinco (ουσ αρσ )
vincolante (επίθ.)
vincolare (επίθ.)
vincolare (ρ. μτβ.)
vincolativo (επίθ.)
vincolato (επίθ.)
vincolistico (επίθ.)
vincolo (ουσ αρσ )
vindice (ουσ αρσ )
vindice (επίθ.)
vinello (ουσ αρσ )
vinicolo (επίθ.)
vinifero (επίθ.)
vinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vinificazione (θηλ.ουσ)
vinile (ουσ αρσ )
vinilico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---