Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vinìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈnifero]

1 οινοπαραγωγός
2 οινοπαραγωγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vinicolo vinificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vincolo (ουσ αρσ )
vindice (ουσ αρσ )
vindice (επίθ.)
vinello (ουσ αρσ )
vinicolo (επίθ.)
vinifero (επίθ.)
vinificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vinificazione (θηλ.ουσ)
vinile (ουσ αρσ )
vinilico (επίθ.)
vinilpelle (θηλ.ουσ)
vino (ουσ αρσ )
vinosità (θηλ.ουσ)
vinoso (επίθ.)
vinsanto (ουσ αρσ )
vinto (ουσ αρσ )
vinto (επίθ.)
viola (ουσ αρσ )
viola (θηλ.ουσ)
viola (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---