Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìncere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvinʧere] 1 (gara, guerra) νικώ 2 (al gioco) κερδίζω 3 (sconfiggere) συντρίβω vincersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈvinʧersi] αυτοκυριαρχούμαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgratta e vinci [αρσ.] = το ξυστό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |