Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvilùppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈluppo] 1 σύμφυρμα 2 μπουρδούκλωμα 3 συνονθύλευμα 4 μπλέξιμο 5 μπέρδεμα 6 μπερδεψούρα 7 μπερδεψιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |