Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìmine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvimine]

1 αλυγαριά
2 λυγαριά
3 ξύλο λυγαριάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viluppo vimineo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

villotta (θηλ.ουσ)
vilmente (επίρ.)
viltà (θηλ.ουσ)
vilucchio (ουσ αρσ )
viluppo (ουσ αρσ )
vimine (ουσ αρσ )
vimineo (επίθ.)
vinaccia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vinacciolo (ουσ αρσ )
vinaio (ουσ αρσ )
vinario (επίθ.)
vinattiere (ουσ αρσ )
vinavil (ουσ αρσ )
vincastro (ουσ αρσ )
vincente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Vincenzo (κύρ.όν. αρσ.)
vincere (ρ. μτβ.)
vincersi (ρ.μ. (αντων.))
vincheto (ουσ αρσ )
vincibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---