Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


villeggiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [villedʤaˈtura]

ο παραθερισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  villeggiare villereccio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in villeggiatura = σέ διακοπές


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

villano (ουσ αρσ )
villano (επίθ.)
villanzone (ουσ αρσ )
villeggiante (ουσ αρσ )
villeggiare (ρ.αμτβ.)
villeggiatura (θηλ.ουσ)
villereccio (επίθ.)
villetta (θηλ.ουσ)
villico (αρσ. επίθ και ουσ)
villo (ουσ αρσ )
villosità (θηλ.ουσ)
villoso (επίθ.)
villotta (θηλ.ουσ)
vilmente (επίρ.)
viltà (θηλ.ουσ)
vilucchio (ουσ αρσ )
viluppo (ουσ αρσ )
vimine (ουσ αρσ )
vimineo (επίθ.)
vinaccia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---