Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


villàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vilˈlano]

1 μπουρτζόβλαχος
2 χοντροκομμένος άνθρωπος
3 μπαστουνόβλαχος
4 χωριάτης
5 βλάχος

villàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vilˈlano]

αγροίκος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  villania villanzone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

villanata (θηλ.ουσ)
villanella (θηλ.ουσ)
villanescamente (επίρ.)
villanesco (επίθ.)
villania (θηλ.ουσ)
villano (ουσ αρσ )
villano (επίθ.)
villanzone (ουσ αρσ )
villeggiante (ουσ αρσ )
villeggiare (ρ.αμτβ.)
villeggiatura (θηλ.ουσ)
villereccio (επίθ.)
villetta (θηλ.ουσ)
villico (αρσ. επίθ και ουσ)
villo (ουσ αρσ )
villosità (θηλ.ουσ)
villoso (επίθ.)
villotta (θηλ.ουσ)
vilmente (επίρ.)
viltà (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---