Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvile] δειλός άνθρωπος vìle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvile] άνανδρος (-η, -ο), δειλός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |