Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvile]

δειλός άνθρωπος

vìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvile]

άνανδρος (-η, -ο), δειλός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigoroso vilipendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vigoreggiare (ρ.αμτβ.)
vigoria (θηλ.ουσ)
vigorosamente (επίρ.)
vigorosità (θηλ.ουσ)
vigoroso (επίθ.)
vile (ουσ αρσ )
vile (επίθ.)
vilipendere (ρ. μτβ.)
vilipendio (ουσ αρσ )
vilipeso (επίθ.)
villa (θηλ.ουσ)
villaggio (ουσ αρσ )
villanaccio (ουσ αρσ )
villanata (θηλ.ουσ)
villanella (θηλ.ουσ)
villanescamente (επίρ.)
villanesco (επίθ.)
villania (θηλ.ουσ)
villano (ουσ αρσ )
villano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---