Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvigógna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [viˈgoɲɲa] 1 τρωκτικό lama vicugna 2 βικούνα 3 αλπάκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |