Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vigliàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viʎˈʎakko]

δειλός άνθρωπος

vigliàcco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viʎˈʎakko]

άνανδρος (-η, -ο), δειλός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigliaccheria vigna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vigilatrice (θηλ.ουσ)
vigile (ουσ αρσ )
vigilia (θηλ.ουσ)
vigliaccamente (επίρ.)
vigliaccheria (θηλ.ουσ)
vigliacco (ουσ αρσ )
vigliacco (επίθ.)
vigna (θηλ.ουσ)
vignaiolo (ουσ αρσ )
vigneto (ουσ αρσ )
vignetta (θηλ.ουσ)
vignettatura (θηλ.ουσ)
vignettista (ουσ αρσ και θηλ.)
vigogna (θηλ.ουσ)
vigore (ουσ αρσ )
vigoreggiare (ρ.αμτβ.)
vigoria (θηλ.ουσ)
vigorosamente (επίρ.)
vigorosità (θηλ.ουσ)
vigoroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---