ItalianoGreco


vìgile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈviʤile]

ο πολιτοφύλακας, ο τροχονόμος, ο αστυφύλακας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


corpo [αρσ.] dei vigili del fuoco = η πυροσβεστική υπηρεσία || vigile [αρσ.] del fuoco = ο πυροσβέστης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---