ItalianoGreco


vigilatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [viʤilaˈtore]

1 φύλακας
2 επιβλέπων
3 επιστάτης
4 επόπτης
5 παρακολουθών
6 παρατηρητής
7 επιτηρητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---