Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vigèsimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈʤɛzimo]

εικοστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigere vigilante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)
vigilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vigilatrice (θηλ.ουσ)
vigile (ουσ αρσ )
vigilia (θηλ.ουσ)
vigliaccamente (επίρ.)
vigliaccheria (θηλ.ουσ)
vigliacco (ουσ αρσ )
vigliacco (επίθ.)
vigna (θηλ.ουσ)
vignaiolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---