Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvièto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvjɛto] 1 πρωτυτερινός 2 παλιομοδίτικος 3 πεπαλαιωμένος 4 άγευστος ή ανούσιος από ηλικία 5 παλιός 6 απαρχαιωμένος 7 αλλοτινός 8 μπαγιάτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |