Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vigilànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viʤiˈlante]

1 επιβλέπων
2 επιτηρητής
3 φρουρός
4 προσεκτικός
5 επαγρυπνών
6 επόπτης
7 άγρυπνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vigesimo vigilanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)
vigilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vigilatrice (θηλ.ουσ)
vigile (ουσ αρσ )
vigilia (θηλ.ουσ)
vigliaccamente (επίρ.)
vigliaccheria (θηλ.ουσ)
vigliacco (ουσ αρσ )
vigliacco (επίθ.)
vigna (θηλ.ουσ)
vignaiolo (ουσ αρσ )
vigneto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---