Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvigilàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [viʤiˈlato] 1 επιτηρούμενος 2 ευρισκόμενος υπό εποπτεία ή επιτήρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |