Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vietnamizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vjetnamidˈdzare]

δημιουργώ κατάσταση ανάλογη του Βιετνάμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vietnamita vietnamizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)
vigilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vigilatrice (θηλ.ουσ)
vigile (ουσ αρσ )
vigilia (θηλ.ουσ)
vigliaccamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---