Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vietàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vjeˈtare]

απαγορεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vietabile vietato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Vienna (θηλ.ουσ)
viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)
vigilatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---