Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Viénna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvjenna]

η Βιέννη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vidimazione viennese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

videotelefono (ουσ αρσ )
videoterminale (ουσ αρσ )
vidicon (ουσ αρσ )
vidimare (ρ. μτβ.)
vidimazione (θηλ.ουσ)
Vienna (θηλ.ουσ)
viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---