Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviennése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vjenˈnese], [vjenˈneze] Βιεννέζος viennése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [vjenˈnese], [vjenˈneze] 1 βιεννέζικος 2 ο της Βιέννης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |