Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viennése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vjenˈnese], [vjenˈneze]

Βιεννέζος

viennése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vjenˈnese], [vjenˈneze]

1 βιεννέζικος
2 ο της Βιέννης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Vienna viepiù  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

videoterminale (ουσ αρσ )
vidicon (ουσ αρσ )
vidimare (ρ. μτβ.)
vidimazione (θηλ.ουσ)
Vienna (θηλ.ουσ)
viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---