Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vietàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vjeˈtabile]

1 που μπορεί να προληφθεί
2 που μπορεί να απαγορευτεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viepiù vietare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vidimazione (θηλ.ουσ)
Vienna (θηλ.ουσ)
viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---