Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vietàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vjeˈtato]

απαγορευμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vietare vietcong, viet–cong  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accesso [αρσ.] vietato = απαγορεύεται η είσοδος || è vietato = απαγορεύεται || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών || vietato calpestare le aiuole = μη πατάτε το πράσινο || vietato campeggiare = απαγορεύεται η κατασκήνωση || vietato fotografare = απαγορεύεται η φωτογράφηση || vietato fumare = απαγορεύεται το κάπνισμα || vietato l'accesso = απαγορεύεται η διάβαση || vietato l'ingresso = απαγορεύεται η είσοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)
vigesimo (επίθ.)
vigilante (επίθ.)
vigilanza (θηλ.ουσ)
vigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vigilato (επίθ.)
vigilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vigilatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---