ItalianoGreco


vietàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vjeˈtato]

απαγορευμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accesso [αρσ.] vietato = απαγορεύεται η είσοδος || è vietato = απαγορεύεται || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών || vietato calpestare le aiuole = μη πατάτε το πράσινο || vietato campeggiare = απαγορεύεται η κατασκήνωση || vietato fotografare = απαγορεύεται η φωτογράφηση || vietato fumare = απαγορεύεται το κάπνισμα || vietato l'accesso = απαγορεύεται η διάβαση || vietato l'ingresso = απαγορεύεται η είσοδος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---