Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vidimazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vidimatˈtsjone]

1 πιστοποίηση
2 θεώρηση διαβατηρίου
3 επικύρωση
4 βεβαίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vidimare Vienna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

videotel (ουσ αρσ )
videotelefono (ουσ αρσ )
videoterminale (ουσ αρσ )
vidicon (ουσ αρσ )
vidimare (ρ. μτβ.)
vidimazione (θηλ.ουσ)
Vienna (θηλ.ουσ)
viennese (ουσ αρσ και θηλ.)
viennese (επίθ.)
viepiù (επίρ.)
vietabile (επίθ.)
vietare (ρ. μτβ.)
vietato (επίθ.)
vietcong, viet–cong (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vietnamizzare (ρ. μτβ.)
vietnamizzazione (θηλ.ουσ)
vieto (αρσ. επίθ και ουσ)
vigente (επίθ.)
vigere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---