Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvikolo] το σοβάκι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvicolo [αρσ.] cieco = η αδιέξοδος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |