Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvikolo]

το σοβάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicissitudine video  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vicolo [αρσ.] cieco = η αδιέξοδος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vicinato (ουσ αρσ )
viciniore (επίθ.)
vicinità (θηλ.ουσ)
vicino (επίθ.)
vicissitudine (θηλ.ουσ)
vicolo (ουσ αρσ )
video (ουσ αρσ )
videocassetta (θηλ.ουσ)
videocitofono (ουσ αρσ )
videofrequenza (θηλ.ουσ)
videogioco (ουσ αρσ )
videonastro (ουσ αρσ )
videoregistratore (ουσ αρσ )
videoregistrazione (θηλ.ουσ)
videosegnale (ουσ αρσ )
videotel (ουσ αρσ )
videotelefono (ουσ αρσ )
videoterminale (ουσ αρσ )
vidicon (ουσ αρσ )
vidimare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---