Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvicinióre, viciniòre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [viʧiˈnjore], [viʧiˈnjɔre] 1 εγγύτερος 2 γειτονικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |