Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvicinità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [viʧiniˈta] 1 εγγύτητα 2 γειτνίαση 3 γειτόνεμα 4 γειτονιά 5 γειτονία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |