Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìdeo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvideo] 1 (schermo) η οθόνη 2 (filmato) το βίντεο 3 (cassetta) η βιντεοκασέτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |