Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vicinàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viʧiˈnato]

1 γείτονες
2 γειτονιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vicinanza viciniore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vichingo (ουσ αρσ )
vichingo (επίθ.)
vicinale (επίθ.)
viciname (ουσ αρσ )
vicinanza (θηλ.ουσ)
vicinato (ουσ αρσ )
viciniore (επίθ.)
vicinità (θηλ.ουσ)
vicino (επίθ.)
vicissitudine (θηλ.ουσ)
vicolo (ουσ αρσ )
video (ουσ αρσ )
videocassetta (θηλ.ουσ)
videocitofono (ουσ αρσ )
videofrequenza (θηλ.ουσ)
videogioco (ουσ αρσ )
videonastro (ουσ αρσ )
videoregistratore (ουσ αρσ )
videoregistrazione (θηλ.ουσ)
videosegnale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---